- χαρακτηριάζω
- χαρακτηρ-ιάζω,A mint, coin, IGRom.4.960 (Samos, i A. D.).II = sq. 2, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαρακτηριάζω — ΜΑ [χαρακτήρ, ῆρος] αποδίδω σε πρόσωπο ή πράγμα ένα ιδιαίτερο, διακριτικό γνώρισμα, χαρακτηρίζω αρχ. κόβω νομίσματα … Dictionary of Greek
χαρακτηριάζοντα — χαρακτηριάζω mint pres part act neut nom/voc/acc pl χαρακτηριάζω mint pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακτηριαζόμενος — χαρακτηριάζω mint pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)